ληκυθίζω

ληκυθίζω
ληκυθ-ίζω,
A declaim in a hollow voice, as though speaking into a

λήκυθος, τραγῳδὸς Μοῦσα-ίζουσα Call.Fr.10.13

P., Phryn.PSp.86 B., Poll.4.114, 7.182: c.acc., θέσεις λ. declaim commonplaces, Str.13.1.54.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ληκυθίζω — (Α) [λήκυθος] 1. μιλώ με υπόκωφη φωνή, σαν να μιλώ μέσα σε λήκυθο («τραγωδὸς Μοῡσα ληκυθίζουσα», Καλλ.) 2. φωνασκώ, βοώ, μιλώ με κομπασμό 3. φρ. «ληκυθίζω θέσεις» λέγω κοινοτοπίες ή μεγαλοποιώ τα κοινά και απλούστατα πράγματα με ρητορικές… …   Dictionary of Greek

  • ληκυθίζειν — ληκυθίζω declaim in a hollow voice pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληκυθίζουσα — ληκυθίζω declaim in a hollow voice pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληκυθίζων — ληκυθίζω declaim in a hollow voice pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήκυθος — Αγγεία μικρού μεγέθους της αρχαιότητας που περιείχαν αρώματα ή λάδι. Σήμερα, οι αρχαιολόγοι ονομάζουν λ. έναν ορισμένο τύπο μυροδόχου αγγείου σε σχήμα φιάλης, με μακρύ και πολύ στενό λαιμό, μία λαβή και βάση. Το σχήμα αυτό άρχισε να εμφανίζεται… …   Dictionary of Greek

  • ληκυθισμός — ληκυθισμός, ὁ (Α) [ληκυθίζω] το να μιλά ή να φωνάζει ή να ψάλλει κάποιος με δυνατή λαρυγγώδη φωνή …   Dictionary of Greek

  • ληκυθιστής — ληκυθιστής, ὁ (Α) [ληκυθίζω] αυτός που κομπορρημονεί, αλαζόνας …   Dictionary of Greek

  • ἀποληκυθίσας — ἀποληκυθίσᾱς , ἀπό ληκυθίζω declaim in a hollow voice aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”